- στημονικός
- στημον-ικός, ή, όν,A for the warp,
λίνον POxy.1414.8
,10 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίνον POxy.1414.8
,10 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στημονικός — ή, όν, Α [στήμων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στημόνι ή ο κατάλληλος για στημόνι … Dictionary of Greek
στημονικόν — στημονικός for the warp masc acc sg στημονικός for the warp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)